ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΒΑΤΡΑΧΟΣ ΜΙΚΡΟΥΛΗΣ
Ο ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Α. ΜΠΑΚΑΚΟΥΛΗΣ

"Σε μια λίμνη μολυσμένη, ρηχή, θολή και σιχαμένη,
ζούσε ένας βάτραχος μικρούλης, ο Εμμανουήλ Α. Μπακακούλης.
Γείτονες είχε τους σπουδαίους, Βατραχοπεδιλοπουλαίους.
Μια μέρα πήδηξε τα χόρτα, τοκ-τοκ χτύπησε την πόρτα.
Του άνοιξε η βατραχίνα Βατραχοπεδιλοπουλίνα
και ρώτησε: "Τι θες μικρούλη, Εμμανουήλ Α. Μπακακούλη;".
"Να σας συμβουλευτώ μαντάμ μου, γι' αυτό το άλφα στό όνομά μου,
μπαίνει μετά απ' το μικρό μου και πριν απ' το επίθετό μου.
Εσείς που είστε μορφωμένη, ξέρετε μήπως τι σημαίνει;".
"Πού θες να ξέρω;", είπε εκείνη, "Γι' αυτό μας ενοχλείς χαμίνι;
Κοιμόμαστε την ώρα ετούτη, μες τ' αδειανό κονσερβοκούτι,
εγώ μαζί κι ο κύριός μου, ο σύζυγος και βάθρακός μου.
Ουστ! από 'δω προτού ξυπνήσει και σηκωθεί να σε μπατσίσει".
"Καλά!", είπε ο μικρούλης, Εμμανουήλ Α. Μπακακούλης.
"Φεύγω! Τον κόσμο θα γυρίσω, να βρω σοφούς να τους ρωτήσω,
το άλφα αυτό το κεφαλαίο, σημαίνει τίποτα ωραίο
ή τίποτ' άλλο, συμφορά μου, που μου ντροπιάζει τ' όνομά μου;
".Κι ο Εμμανουήλ Α. Μπακακούλης πήρε τους δρόμους μοναχούλης.
"Ξέρεις ψιψίνα τι σημαίνει, το άλφα που στ' όνομά μου μπαίνει;",
ρώτησε πρώτα μία γάτα. "Νιαρ! Δυστυχώς χοντροπατάτα,
δεν ξέρω κι ούτε μ' ενδιαφέρει, αλλά κοντεύει μεσημέρι
κι ουστ μη φάω με λαχτάρα, βατραχοπόδαρα στη σχάρα".
Κι ο βατραχάκος επομένως, ξανάφυγε αποφασισμένος,
να βρει το νόημα του άλφα. "Γαβ! Σ' έπιασα παλιοκαράφλα",
του 'πε ένας σκύλος σε μια βρύση, σκύβοντας για να τον μυρίσει.
"Λέγε, τι θέλεις εδώ πάνω;". "Μία ερώτηση να κάνω".
"Δεν απαντώ σε ερωτήσεις κι ουστ απ' το νερό της βρύσης,
πριν σε τινάξω με μανία και γίνεις σαν χαλκομανία".
Ο βατραχάκος επομένως, έφυγε σαν κυνηγημένος.
"Είμαι ένας βάτραχος μικρούλης, ο Εμμανουήλ Α. Μπακακούλης",
στάθηκε κι είπε σε λιγάκι, "πες μου καλό μου κοριτσάκι,
ξέρεις καθόλου τι σημαίνει, το άλφα που στ' όνομά μου μπαίνει;".
"Ουστ από 'δω βρωμοβατράχι, γιατί έχω γρίπη και συνάχι,
κι έτσι αντί να σου απαντήσω, θα φταρνιστώ να σε κολλήσω".
Ο βατραχάκος επομένως, έφυγε απογοητευμένος.
Κι ένας γίγαντας περνώντας, μασούσε τσίχλα τραγουδώντας.
"Είμ' ο Γιωργάρας ο νταλίκας, του Θόδωρα και της Μαρίκας".
"Χαίρετε κύριε Γιωργάρα". "Ουστ από 'δω βρε σαχλαμάρα".
"Αχ! Λύστε μου το πρόβλημά μου". "Με περιμένει η γιαγιά μου,
δε θέλω να καθυστερήσω και φεύγα πριν να σε πατήσω".
Ο βατραχάκος επομένως, έφυγε κατατρομαγμένος.
Λακκούβες πέρασε μεγάλες και μία μέρα σαν τις άλλες,
στην εξοχή την ανθισμένη, είδε μια λίμνη ονειρεμένη.
Κρυστάλλινα ήταν τα νερά της και πάνω στα νερόκρινά της,
καθόταν μια βατραχοπούλα. "Αχ! Μοιάζεις με νεραϊδοπούλα",
ψιθύρισε σα μαγεμένος, ο βατραχάκος ο καημένος.
"Πεντάμορφη του κόσμου στάσου, θα μου χαρίσεις τ' όνομά σου;".
"Με λεν' απλά", είπε εκείνη, "Κοάξογλου Αικατερίνη.
Εσένα ωραίε βατραχούλη;". "Εμμανουήλ Α. Μπακακούλη.
Όμως λυπάμαι που το λέω, το άλφα αυτό το κεφαλαίο,
που μπαίνει πάντα στ' όνομά μου,
μόλις τελειώνει το μικρό μου και πριν απ' το επίθετό μου,
σ' ολόκληρη την οικουμένη, κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει".
"Ξέρω εγώ", είπε εκείνη, "και θα στο πω ό,τι κι αν γίνει.
Αυτό το άλφα μαρτυράει, πως κάποιος, κάπου, σ' αγαπάει.
Άλφα θα πει αγαπημένος". Ο βατραχάκος σα χαμένος,
τη ρώτησε απορημένος. "Εγώ; Ποιανού αγαπημένος;".
Και η Πεντάμορφη του κόσμου, απάντησε γλυκά:
"Δικός μου! Αγαπημένε μου Μανόλη", πρόσθεσε και κοκκίνισε όλη,
"σ' αγάπησα μόλις σε είδα, πίσω από 'κείνη την τσουκνίδα".
Κι ο βατραχάκος επομένως, απάντησε συγκινημένος:
"Αγάπη μου Κατερινούλα, νιώθω ζαλάδα και τρεμούλα
κι η λίμνη είναι τόσο ωραία, κάνουμε μια βουτιά παρέα;".
Και πέσανε χειροπασμένοι, στη λίμνη την ονειρεμένη.
Ολόκληρη η επιφάνεια, γέμισε κύκλους και στεφάνια,
από τ' αμέτρητα φιλιά τους κι από τους χτύπους της καρδιάς τους.
Και όταν βγήκανε κρατούσαν, πετρούλες που λαμποκοπούσαν.
Η Κατερίνα κι ο Μανόλης, μακριά απ' το θόρυβο της πόλης,
χτίσανε τρισευτυχισμένοι, στη λίμνη την ονειρεμένη,
ένα σπιτάκι με βεράντα και ζήσανε μαζί για πάντα"